-
1 περι-χείριος
περι-χείριος, die Hand umgebend; τὸ περιχείριον, Armband, wobei man ψέλιον zu ergänzen pflegt, oder eine Art Handschuhe, Poll. 1, 185.
-
2 περί-χειρος
περί-χειρος, = Vorigem; auch τὸ περίχειρον, = τὸ περιχείριον, Pol. 2, 29, 8.
-
3 περιχείριος,
περι-χείριος, u. περι-χειρίδιος, u. περί-χειρος, die Hand umgebend; τὸ περιχείριον, Armband -
4 περιχειρίδιος,
περι-χείριος, u. περι-χειρίδιος, u. περί-χειρος, die Hand umgebend; τὸ περιχείριον, Armband -
5 περίχειρος
περι-χείριος, u. περι-χειρίδιος, u. περί-χειρος, die Hand umgebend; τὸ περιχείριον, Armband
См. также в других словарях:
περιχείριον — armlet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχείριον — τὸ, Α [περίχειρον] κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση τού τριχώματος τού αλόγου … Dictionary of Greek